.

Από την Κούταλη και την Αφσιά του Μαρμαρά, το Ρεϊζντερε και το Κερμεγάλεσι της Ερυθραίας, την Ίμβρο και την Τένεδο... στη Νέα Κούταλη της Λήμνου





Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Το έπος του Κουταλιανού

Αγνώστου λαϊκού ποιητή

Κουταλιανόν τον Παναή νά ξέρατ'τήν ψυχήν του

Η Κουτάλη αδέρφια μου είναι και ή Πατρίς του.

Μικρός όσάν γεννίθηκε ήταν χαριτομένος,

και μέ τριάκοντα ετών ήναι άνδρειομένος.

Στά χίλια οκτακόσια έτος όγδοήκοντα τρία.

Κουταλιανός απέδειξεν όλην του τήν aνδρείαν

Άπ' τήν Κωνσταντινόπολιν επήγε και έμπαρκαρει,

μέ νά καράβι αγγλικό και στην Αγγλία πάει.

Τήν ώραν πού σαλπάρανε οί ναυτικοί τό βίντζι

τήν κάμερα ό Παναής έπαιζε τό μπουζούκι.

Οί άγγλοι ένομίσανε πώς ό γραικός φοβήθη.

Νά μήν τον διατάξουνε ίσως και τους βοηθήσει.

Πάει ό Πλοίαρχος τού λέει εύγα γραικέ επάνω,

γιά νά βοηθήσης τα παιδιά τώρα πού θά σαλπάρουν.

Πώς νά το ιδούν τά μάτια μου πώς να βασα ή καρδιά μου

νά βλέπω δέκα άνθρωποι μέ βίντσι να σαλπάρουν.

Τ'απήντησεν ό πλοίαρχος μά μοναχός σαλπάρεις.

Του είπε και ό Κουταλιανός "τι στοίχημα μου βάνεις".

"Σού βάνω δέκα τάληρα και δωρεάν τόν ναύλο".

"Οτι νά φας και ότι νά πιής καί μ' αυτά σού τα συνδράω".

Τήν αλυσίδα έπιασεν μέ τό δεξί του χαίρι

διά μιας τήν άγκυρα άπάνου τήν έφέρνει

μ' ότι τό έσαλπάρησε άπάνου στο καράβι

Τήν έπιασε στό χαίρι του στή θέσι της τή
βάνει.

Τήν ώρα πού άράξανε και πήγαν στην Αγγλία

Στά καφενεία κάτσανε τό κάναν ομιλία.

Ή ομιλία ξάπλωσε ό λόγος διεσκορπίσθη,

Εμπρός εις τήν βασίλισσα πήγε και παρεστήθη

Βικτόρια και άν τό έμαθε περίεργον της φάνει

Εστειλαν τό περίπουλο νά πάη νά τόν συλλαβή.

Επήγε τό περίπουλο και τόν έσυλλαμβάνει,

Εμπρός εις τήν βασίλισσαν έκεϊνονε παγαίνει

Του είπε ή βασίλισσα έχω ένα μπιχλιβάνη,

νά βγούνε νάπαλαύσoυνε νά ιδούν ποιος θά προσβάλει

Και ό αράπης τό κατάλαβε πώς ήτον παλικάρη.

Νόημα τον έκανε κριφά τον κουβεντιάζει

Τού δίνει λίρες εκατό νά μήν τόν έμπροσβάλη,

Τήν ώραν ποϋ μπεχτήκανε καμώθηκε πώς κεύτει,

πέρνει λίρες εκατό και τον φιλάει τό χέρι.

Οί "Ελληνες ώς ήδανε δειλοι εντροπιασθήκαν

Κουταλιανόν τον Παναή στην κάμαρα εύρήκαν.

Κρίμα σέ σένα Παναή και στην παλικαργιά σου,

ένας αράπη σέριξεν που είναι ή ανδρεία σου.

Τους είπε ό Κουταλιανός με όλη τήν ψυχή του,

αι λίρες του με ρήξανε μά όχι ή δύναμί τον.

Σάν θέλεις λίρες Παναή ευγα νά πολέμησες,

τον Μπιχλιβάνι κύταξε κάτω νά τόν έρίξης.

Σάν βγήκαν νά παλαίψοίινε μ' αυτό τό Μπιχλιβάνι

πολύ λαός συνάχθηκε νά κάνουνε σιργιάνι.

Τήν ώραν κοδ πλεχτήκανε απλόνει

και τόν πιάνει από μπροστά τόν σήκωσε οπίσω τόν πετάει,

Ζήτω οί έλληνες φωνάξανε εκείνη τήν ήμερα

Οί άγγλοι έμπροσβληθήκανε δαγκάσανε τό. χέρια

Βασίλισα 'ήθέλησε νά ίδή τήν άνδρειάν του.

Έγώ έχω ένα θεριό και τίγρι τό νομά τον,

Γιά βγήτε νά παλαίψεχε ίσως και τό νικήσης.

Αξίωμα θά σού δοθή έδω θά κατοίκησης

Εύγήκαν νά παλαίψουν αντάμα με τόν τίγρι

πλήθος συνάχθηκαν νά κάνουνε σεήρι

Άπ' τό λαιμό τό ήχανε μέ σίδερα δεμένο"

Απάνω του έρίχτηκε ωσάν τό λισσασμένα.

Έπιασαν και τό 'βγαλαν σέ νό πλατύ μεντάνι

"Ολος ό κόσμος Έλεγε τώρα θά τόν έφάει.

Άπ' τό μαλια τό έπιασε άπάνου τό αικώνει

τά δυό τον πόδια πισινά καλά τού τά μαγκώνει.

Και άπλωσε τό χέρι τον τό στόμα τον ανοίγει

σάν τή σαρδέλα τόσχησε πέρα μεριά τό ρίχνει.

"Ολη ή Αγγλία τρόμαξε τήν τρομεράν τον άνδρείαν

λίρες του έχαρίσανε βασίλισσα βραβεία.

Και στήν Κωνσταντινούπολη ακούσανε τι κάνει

Κ' ένα βουβάλι άγριο ξαναπαλεύει πάλι

Και άπλωσε τό χέρι τον τό πιάνει άπ' τό κεφάλη,

ωσάν τραγί τό σήκωσε μέσα στην άμασκάλη.

Εύγαλε τό μαχαίρι του τό χώνει στην κηλιά τον,

όσάν τό ψαράκι σπάραξε μέσα στην αγκαλιά του.

Είς την Κωνσταντινούπολιν πήγε νά χαιρετήσει,

και τόν Σουλτάνον θέλησε νά τόν
προϋπάντηση.

Στήν Πάλι ξαναγύρισε νά εΰρη και
πενέση

Τόρ Άρμενάκη έχάλεβε τώρα νά τόν
παλαίση.

Ό Βασιλιάς τόν φόναξε καλός τόν Παναή μου

καλός το τό τζιέρι μου καλός το τό παιδί μου.

Νά βγήτε να παλαίψετε μαζί με τ' άρμενάκη,

δώρα νά σοϋ χαρίσω 'γώ σένα περβολάκη.

Εΰγήκαν νά παλαίψονε σένα πλατύ μεϊντάνι

πολύς λαός σννάχθηκεν και κάνουνε σιργιάνι,

Τήν ώρα που πλεχθήκανε άπλόνει και τόν πιάνει

στην άμασχάλη τόβανε τού σφίχνει τό κεφάλη.

Τά μάτια πεταχθήκανε εύγηκαν οι βορβοί του

τό άρμενάκη εφώναξε αϊ τώρα θά βγή ή ψυχή του

του βγήκαν και ιδιαίτεροι τοϋ Παναή μηλίση)

Αφέντη κύριε Παναή έμας νά τόν χαρίσης

Θύμωσε ό Παναής ήρθε ή άνδρειά του.

Τά χέρια τον σίδεραν γινήκανε δράκοντας ή καρδιά του

Βεζύρης τού έμήλισε τόν Άρμενάκη γιά νά ζήση

"Οτι και αν θέλης ό βασιλιάς εσένα νά χαρίση,

Τι θέλεις αφέντη Παναή έσέ νά σοΰ
χαρίσω

νά ζήσης σέ δλη του τή ζωή διά νά σ'
ευχαριστήσω

Τί θέλω ν' Αφέντη βασιλιά έμέ νά μοϋ χαρίσης

μιά λίμνη μες τοΰ Μαρμαρά γιά νά μέ ευχαρίστηση.

Αιντε παιδί μου Παναή και νάναι χάρισμα σου

Νά ζήσης μέ τό σόϊ σου και τήν οικογένεια σον.

και πάλη του έδίξανε δύο μικρά κανόνια

Στά χέρια του τά σήκωσεν σά νάτανε βελώνια

Τό ένα έβανε είς τόν ώμο τον και τάλλο στην αγκάλη

σάν δράκος έστεκώτανε και δέν παραπεύτει

Τά γιόμιζαν τά έριχθαν και δέν παραμιλούσε

Ωσάν κολόνα σίδερο δέν παραπατούσε.

Και μία λάμα σίδερο έβάσταγε στο χέρι

Ώς Ηρακλής τήν τύλιξε τήν έκανε ίτέρι

Και δύο πμάλαις αδέλφια μου πού βάζαν στό κανόνι

στά χέρια του ταις γλένταε ωσάν τά κομπολόγια

Νά ζήση ό Κουταλιανός όπου είναι Παλικάρι

που πάλεψε και νίκησε τόν πρώτο Μπιχλιβάνι.



Ευδοκία 1971. Η αγάπη έχει τη δύναμη του Κουταλιανού στην ταινία του Χρήστου Μάγκα και του Αλέξη Δαμιανού.

Οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο σε καφενείο της Νέας Κούταλης και στη θέα (όπως λέγεται) ενός μεθυσμένου Κουταλιανού που... "τις έτρωγε" από τη γυναίκα του. Η μουσική είναι του Μάνου Λοϊζου.

Σίδερα μασάει

ο Κουταλιανός

τραίνα σταματάει

ο Κουταλιανός

πέτρες ροκανίζει

ο Κουταλιανός

και βουνά γκρεμίζει

ο Κουταλιανός

Κι αν μασάει σίδερα

και κάνει το λιοντάρι

στο τσαρδί του ο Κουταλιανός

τρέμει σαν το ψάρι

στην κυρά του μπρός

αχ πως τη φοβάται

ο φτωχός Κουταλιανός

τρέμει σαν το ψάρι

στην κυρά του μπρός

αλλά μην το πήτε κανενός...